Οι προηγούμενες «παλιές γραφές»
έφεραν ξανά στην επικαιρότητα κείμενο του Γ. Σ. Γρίνου για τον δάσκαλο του
χωριού μας Ν. Κατερινόπουλο. Όπως γράφει στο κείμενο του ο Γιώργος, υπάρχουν
«λογαριασμοί» που πρέπει να εξοφλούνται! Και μιλάμε για λογαριασμούς ηθικούς
και συναισθηματικούς που μας έχουν αγγίξει την ψυχή και έχουν κεντρίσει
ευαίσθητες χορδές του εαυτού μας. Έναν τέτοιο (κάπως ξεχασμένο) «λογαριασμό»
θέλω να ξαναφέρω στην επικαιρότητα μέσα από τις «παλιές γραφές». Αφορμή είναι
ένα καλογραμμένο και εμπεριστατωμένο κείμενο που αναφέρεται στη δασκάλα του
χωριού μας (1949-1959) Γιούλα Παππά-Ψωμά.
Το κείμενο έχει επιμεληθεί ο
συγχωριανός μας, καθηγητής-φιλόλογος, Αλέξανδρος Χρ. Παλιούρας και
πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «εν Μπαμπίνη», αρ.φ. 9 2005. Θεωρώ χρέος και
τιμή μου, μέσα από τις προσωπικές μου «Παλιές γραφές» και τα φιλόξενα σάιτ της
περιοχής μας, να μπορώ να επαναφέρω στη δημοσιότητα τα κοινωνικά, πολιτιστικά
και ιστορικά γεγονότα που συνέβησαν πριν πολλά χρόνια και τείνουν να ξεχαστούν.
Αλλά και προσωπικότητες του χωριού μας που είχαν πραγματική και ουσιαστική
κοινωνική προσφορά σε εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Θεωρώ χρέος και προσπαθώ να το
κάνω πράξη για τις νέες γενιές που έρχονται και που δεν πρέπει να ξεχάσουν την
ιστορία!!
Τη Γιούλα Παππά εγώ δεν την πρόλαβα
στο δημοτικό. Από τα ακούσματα όμως που έχω (καθώς ήμασταν και γείτονες) και
τις διηγήσεις των δικών μου ανθρώπων συμπίπτουν με τον καλύτερο τρόπο στη
διήγηση που μας κάνει στο παρακάτω κείμενο του ο Αλέκος και να πως ότι άνθρωποι
με τέτοια προσφορά αξίζουν περισσότερο από ένα σημείωμα αναφοράς.
Γιούλα Παππά- Ψωμά
Σφραγίδες
που μένουν
Όσοι καθίσαμε στα θρανία του
δημοτικού σχολείου Μπαμπίνης μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 τολμώ να
πω ότι ανήκουμε στους τυχερούς, γιατί μάθαμε τα πρώτα γράμματα κάτω από
ιδιαίτερα διαφορετικές συνθήκες. Οι δάσκαλοι μας υπήρξαν εκπαιδευτικοί με κέφι
για τη δουλειά τους, πλήρη συναίσθηση της αποστολής τους, με άριστη παιδαγωγική
κατάρτιση, βαθιά γνώση του αντικειμένου διδασκαλίας τους, με πολυμέρεια γνώσεων
καθώς και εκπληκτική ικανότητα επικοινωνίας. Η επικοινωνία αυτή δεν
περιοριζόταν στις σχολικές αίθουσες ή στο προαύλιο του σχολείου τα διαλείμματα,
αλλά σφυρηλατούνταν τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας στους δρόμους του χωριού όταν
τύχαινε να συναντήσουμε τους δασκάλους μας και αυτό έκανε το έργο τους πιο
γόνιμο. Αυτή η επαφή λειτουργούσε ως πρόκριμα για τη σχέση μας μέσα στην
αίθουσα διδασκαλίας την επόμενη μέρα.
Τούτο δεν σημαίνει σε καμία
περίπτωση ότι οι ακολουθήσαντες, τα επόμενα χρόνια, δάσκαλοι δεν διέθεταν τα
προαναφερθέντα προσόντα. Ασφαλώς και αυτοί σφράγισαν με το έργο τους την πορεία
της μικρής κοινωνίας του χωριού μας. Υπολείπονταν όμως εκ των πραγμάτων στην
«εκτός των τειχών» επικοινωνία, αφού δεν κατοικούσαν στο χωριό μόνιμα, αλλά
μετακινούνταν σε μεγαλύτερες πόλεις όπου διέμεναν ή στους τόπους καταγωγής τους
αν ήταν σε προσιτή απόσταση τα χωριά τους.
Στην περίπτωση των πλέον αξιαγάπητων
και ικανών δασκάλων του χωριού μας ανήκει και η κυρία Σπυριδούλα (Γιούλα)
Παππά-Ψωμά. Κόρη του Αλέξανδρου Παππά και της Μαρίας Σταμουλακάτου γεννήθηκε
στη Μπαμπίνη το 1927. Μέλος πολυμελούς οικογένειας, έξι παιδιά είχαν οι γονείς
της, κατόρθωσε να σπουδάσει παρά τις δυσκολίες των καιρών. Το 1948
πρωτοδιορίστηκε στη Λεπενού. Το 1949 μετατίθεται στο χωριό μας και διδάσκει σε
αυτό μέχρι το 1959, όπου και μετακινείται στον Αστακό, λόγω του γάμου της, το
1958, με τον συμπατριώτη μας και μαθηματικό Νικόλαο Ψωμά, έναν θρύλο της
εκπαίδευσης. Παραμένει μέχρι το 1972 ως δασκάλα στο 1ο Δημοτικό σχολείο Αστακού
και τον τελευταίο χρόνο ως διευθύντρια στο νεοσύστατο 2ο Δημοτικό Σχολείο στο
Χοβολιό Αστακού. Το 1972 μετατίθεται στην Αθήνα και υπηρετεί την εκπαίδευση
μέχρι το 1983, όπου και συνταξιοδοτείται.
Απέκτησε τρία παιδιά. Δύο αγόρια,
τον Γιάννη και τον Αλέξανδρο και ένα κορίτσι, την Τασούλα. Ο Γιάννης και η
Τασούλα είναι σήμερα εκπαιδευτικοί στη Δ/θμια εκπαίδευση και ο μικρότερος
Αλέξανδρος εργάζεται ως οικονομικός διευθυντής σε μεγάλη εταιρεία. Η ίδια
σήμερα, μετά τον θάνατο του συζύγου της, προ 4 ετών, ζει στο Χαλάνδρι Αττικής
πάντα θαλερή, προσηνής, καλοσυνάτη και με έντονες ακόμη πνευματικές ανησυχίες
και κοινωνικές ευαισθησίες.
H Κυρία Γιούλα Παππά-Ψωμά ανήκει
στους εκπαιδευτικούς εκείνους που διακρίθηκαν όχι μόνο για την ικανότητα τους
να μεταδώσουν γνώσεις και ανθρωπιά στους μαθητές της αλλά κυρίως για την αγάπη
και τη λαχτάρα της για την επιτυχία των μαθητών της. Μια αγάπη που εκφραζόταν
με χίλιους τρόπους. Η βέργα (βίτσα) που την εποχή εκείνη αποτελούσε μέρος της
παιδαγωγικής τακτικής, χρησιμοποιούταν από την ίδια, για συμμόρφωση και
προτροπή των μαθητών για μελέτη, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και πάντα με φειδώ.
Μετά τα πρώτα χτυπήματα στα παιδικά μας χεράκια και πριν ακόμη κοκκινίσουν,
ένιωθες ότι συμπάσχει μαζί μας. Σταματούσε πάντα στον κατάλληλο χρόνο και με τέτοιο
τρόπο αποδεικνύοντας την απέχθεια της για τη χρήση του μέτρου και μας κοιτούσε
με ένα βλέμμα του αισθανόσουν την συγγνώμη της.
Αυτό βέβαια, εμείς τα παιδιά το
εισπράτταμε, αφού το ένστικτο των μαθητών είναι αλάθητο και γνωρίζουμε πολύ
καλά ότι η δασκάλα μας μας αγαπούσε. Δεν είναι τυχαίο γεγονός ότι πάντα μέσα
στην τάξη μας προσφωνούσε με το υποκοριστικό ή χαιδευτικό του μικρού μας
ονόματος και κατά τον ίδιο τρόπο μας χαιρετούσε κάθε φορά που μας συναντούσε
στους δρόμους του χωριού. Πάντα ήρεμη και γλυκομίλητη, με μειλίχιο και πειστικό
τρόπο μας έκανε ιδιαίτερα προσεχτικούς στην παρακολούθηση του μαθήματος.
Αυστηρή όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν, με εκείνες τις εξάρσεις που
χαρακτηρίζουν τους εκπαιδευτικούς και πάντα σκυμμένη πάνω στα παιδικά μας κεφάλια
που με το απαλό χάιδεμα της μας έδινε θάρρος και μας ενέπνεε αυτοπεποίθηση και
εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας. Πέταξε πολύ νωρίς τη βέργα από τα πρώτα χρόνια
της εκπαιδευτικής πορείας συνειδητοποιώντας τη σκληρότητα του μέτρου. Άλλωστε
διέθετε μία έμφυτη, εκπληκτική ικανότητα να τιθασεύει τους απείθαρχους μαθητές
και να εμπνέει και να παροτρύνει για μάθηση τους πλέον αδιάφορους. Τούτο
επιτυγχανόταν με το πλησίασμα και το άγγιγμα της παιδικής μας ψυχής μέσα από
ένα απλό, ζεστό, γλυκό και πολλά εννοούντα κοίταγμα της. Ποτέ δεν έκανε
διακρίσεις στους μαθητές της και δεν ξεχώριζε κανέναν, δείχνοντας μεγαλύτερη ή
μικρότερη συμπάθεια σε κάποιον.
Ξεχωριστή ικανότητα διέθετε στην
οργάνωση και την παρουσίαση θεατρικών παραστάσεων στις γιορτές των εθνικών
επετείων και στις γυμναστικές επιδείξεις στο τέλος της σχολικής χρονιάς. Η
συμμετοχή των μαθητών σε αυτές τις διοργανώσεις ήταν καθολική και αυθόρμητη.
Πολλές από αυτές τις παραστάσεις έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη των
συμμετεχόντων μαθητών, αλλά και των θεατών-συγχωριανών μας.
Όλοι οι χωριανοί μας τη θυμούνται
νοσταλγικά και έχουν να καταθέσουν ένα καλό λόγο για αυτήν, ιδιαίτερα για τη
σεμνότητα με την οποία λειτουργούσε ως άνθρωπος και εκπαιδευτικός. Μία
σεμνότητα που την χαρακτηρίζει ακόμη και σήμερα, αφού η ίδια θεωρεί ότι η
ταπεινοφροσύνη δεν είναι μόνο χάρισμα, αλλά βασική και θεμελιώδης αρετή στην
οποία στηρίζονται όλες οι υπόλοιπες αρετές.
Η αγάπη της για τα παιδιά και το
ενδιαφέρον της για αυτά δεν περιορίστηκε μόνο στα χρόνια που ήταν μαθητές της,
αλλά συνεχίστηκε και με την έκφραση της αγωνίας της για την μετέπειτα επιτυχία
τους στη Δ/θμια εκπαίδευση. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να εξασφαλίσει αυτή την
επιτυχία και παρακολουθούσε την πορεία τους στο Γυμνάσιο κατά τα χρόνια που
υπηρετούσε στον Αστακό. Πάντα αγωνιούσε και ρωτούσε να μάθει, από το σύζυγο της
μαθηματικό, αείμνηστο Νικόλαο Ψωμά, που ήταν καθηγητής μας στο γυμνάσιο, για το
«πως τα πάμε».
Για εμάς που παρακολουθήσαμε τα
γυμνασιακά μαθήματα στον Αστακό την εποχή που εκείνη δίδασκε στο δημοτικό σχολείο,
η μορφή της και η παρουσίαση της λειτούργησε ως βάλσαμο στις ξενιτεμένες
παιδικές ψυχές μας. Την νιώθαμε σαν ένα δικό μας οικογενειακό πρόσωπο που ήταν
δίπλα μας. Άλλωστε το προαύλιο του Γυμνασίου Αστακού και του δημοτικού σχολείου
που υπηρετούσε χωριζόταν από έναν μαντρότοιχο. Στα διαλείμματα, που συνέπιπταν
για πρακτικούς λόγους, με αυτά του δημοτικού, πλησιάζαμε το μαντρότοιχο και
σηκώναμε ψηλά τα κεφάλια μας, στηριζόμενοι στις μύτες των ποδιών μας, για να τη
δούμε στο προαύλιο του δημοτικού σχολείου, να τη χαιρετήσουμε, και αυτή
γλυκύτατα να μας πλησιάσει και να ρωτήσει με πραγματικό ενδιαφέρον για την
υγεία μας και την πρόοδο μας.
Η προσφορά της όμως εμφορείται, δεν
περιορίζεται στο εκπαιδευτικό της έργο. Η ίδια δεν αρκείται σε αυτό, αλλά ως
άτομο που κατευθύνεται από γνήσια και πηγαία ανθρώπινα συναισθήματα, επεκτείνει
την δράση της και στον κοινωνικό τομέα. Γίνεται μέλος του Ε.Ε.Σ και με την
εθελοντική της παρουσία συμμετέχει σε όλες τις δραστηριότητες του.
Όλοι εμείς οι συγχωριανοί της, και
ιδιαίτερα οι μαθητές της, ελπίζω ότι τους εκφράζω όλους ή έστω την πλειοψηφία,
είμαστε περήφανοι για τη δασκάλα μας. Την ευχαριστούμε για την αγάπη με την
οποία μας αγκάλιασε και για όλα όσα μπόρεσε να μας μεταλαμπαδεύσει.
Αισθανόμαστε χαρούμενοι που μας έδωσε τη δυνατότητα να αποτελεί το όνομα της
σημείο αναφοράς σε σχετικές συζητήσεις. Πεπεισμένοι ότι και τα δικά της
αισθήματα είναι ανάλογα της ευχόμαστε να είναι πάντα καλά και να απολαμβάνει τα
αγαθά του θεού μαζί με τα παιδιά και τα εγγόνια της. Την ευγνωμονούμε!
Αλέξανδρος
Χρ. Παλιούρας
Κομπλίτσης Αποστόλης,
1 Απριλίου 2024