Γράφει ο Κομπλίτσης Αποστόλης ΑΚΑΡΝΑΝΑΣ
Οι "Παλιές γραφές” συνεχίζουν το ταξίδι τους προκαλώντας το χρόνο και μήνες που τείνουν να χαθούν στη λύπη που πολλές φορές μας προκαλεί ή λεγόμενη σύγχρονη ζωή.
1982-2022 Σαράντα χρόνια πριν
θυμάμαι τα πρώτα μου βήματα όταν άρχισα να καταθέτω τις σκέψεις μου δημόσια και
να καταγράφω τα γεγονότα (πολιτιστικά κοινωνικά - πολιτικά) που αφορούν στις
περισσότερες των περιπτώσεων τον τόπο καταγωγής μου το Ξηρόμερο.
Θέλω να θυμίσω σήμερα ξανά δημοσιεύοντας ένα παλιό μου
διήγημα 1982, την ταλαιπωρία και την εκμετάλλευση που γίνεται συστηματικά έως
και σήμερα στον αγρότη με κάποιες σύγχρονες παραλλαγές του τόπου πριν - πράσινη
ανάπτυξηκάθετη ανάπτυξή της παραγωγής και διάφορα άλλα που
"δικαιολογούν" έναν αγρότη να ονομάζεται στην εφορία ως
επιχειρηματίας γης ! ! ! !
Έναν αγρότη που όλοι κάτι ζητάνε από αυτόν
αναζητώντας τον να μην έχει ένα ουσιώδες και αξιοπρεπές οικονομικό όφελος από
την εργασία του. Παράλληλα έρχεται το λεγόμενο εφεβρήκα της κοινωνικής
πολιτικής με τα επιδόματα φτώχειας και τα κουπόνια σίτισης για να χρυσώσει το
χάπι της ανέχειας της αλλαγής χρήσης γης από μεγάλα οίνο συμφέροντα αλλά και
τον αναγκαστικό διωγμό των νέων ανθρώπων για μια καλύτερη ζωή της τάξης των
800-900 Ε! το μήνα με δεκάωρη και δωδεκάωρη εργασία ημερησίως και δικαιώματα
περιορισμένα! ! ! !
Δικαίως μπορούμε να δούμε εδώ να επικαλέστουμε την
παροιμία "τι είχες Γιάννη τι είχα πάντα"
Αγρότης
Η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Ο Μπάρμπα-Μήτσος βάδιζε αργά
προς την άκρη του χωραφιού του κάθισε αποκαμομένος στο παχύ, ίσκιο της
αγριαπιδιάς. Ακούμπησε το βασανισμένο σώμα του στο σκληρό κορμό του δέντρου και
βγάζοντας τη καπνοσακούλα του άρχισε αργά - αργά να στρίβει σέρτικο.
Χοντρές σταγόνες πέφταν απ' το πρόσωπό του και η
αναπνοή του γινόταν δύσκολη. Σταμάτησε για μια στιγμή και σκούπισε τον ιδρώτα
του προσώπου του.
Το βλέμμα του ήρεμο, χάιδεψε το χωράφι του. Από μικρό παιδί
ο μπάρμπα-Μήτσος δούλευε στα χωράφια και δεν του κακοφαινόταν ούτε η ζέστη ούτε
η κούραση. Τώρα όμως είχε αρχίσει να γερνάει, κόντευε τα 65 και ένιωθα τα μέλη
του να τον πονάνε και τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Όμως η καρδιά του
αναγάλιαζε καθώς έβλεπε το χωράφι έτοιμο να δεχτεί τη σπορά να αποδώσει τους
καρπούς.
Χρόνια ολάκερα το δούλευε αυτό το χωράφι. Σκουπίζοντας τον ιδρώτα του και τραβώντας μια ρουφηξιά σαν κινηματογραφική ταινία πέρασε απ' το νου του η τόση ανιαρή και ρουτινιασμένη ζωή του. Σκέφτηκε το γήινο του που παλικάρι 22 χρονών παράτησε τα χωράφια του κι αυτόν για να γίνει εργάτης στη φάμπρικα. Οι σοδιές δεν πήγαιναν καθόλου καλά η γη ήταν ξερή και δεν υπήρχε νερό να ποτιστεί , αυτό το αγαθό το δώρο του Θεού έλειπε απ' την περιοχή και έτσι ήταν καταδικασμένος ο τόπος σε φτωχές σοδειές.
Έτσι ο Βαγγέλης του Μπάρμπα-Μήτσου καθώς και άλλα νέα
παιδιά απ το χωριό πήραν τον κομματιών τους.
Μείνανε οι γέροι να παλεύουν με τις αντίξοες συνθήκες και να μετρούν τις ατελείωτες νύχτες του χειμώνα ολομόναχοι κοντά στο τζάκι. Έπιασε το παγούρι με το νερό που ήταν κρεμασμένο στο δέντρο και ήπιε λίγες γουλιές. Για μια στιγμή σκέφτηκε. Γιατί να είναι έτσι, η ζωή γιατί οι νέοι να φεύγουν , γιατί να μην υπάρχουν και δω δουλειές, φάμπρικες. Να γίνουν έργα να έλθει το νερό να γίνει πλούσια η γη να έλθει η ζωή και η χαρά στο χωριό. Κοιτάζοντας το χωράφι του σκέφτηκε αν θα πετύχει η φετινή σοδειά. Είχε κάνει τόσα έξοδα και είχε χύσει τόσο ιδρώτα που δεν έπρεπε να πάνε χαμένοι οι κόποι του. Και έπειτα δεν ερχόταν κι αυτός ο γεωπόνος απ'την πόλη να του πει τι φάρμακα να ρίξει στην καλλιέργεια. Αλλά τι να σου κάνει κι αυτός, είναι ένα άτομο κι έχει τόσα χωριά να πάει.
Ας είναι θα στηριχτούμε και πάλι στη μεγαλοψυχία του
Θεού να φέρει καμια βροχή προς τα δω σκέφτηκε.
Δίπλα του μια μυρμηγκοφωλιά ήταν σε διαρκή κίνηση. Τα μυρμήγκια πηγαινοέρχονταν συνεχώς ακούραστα φέρνοντας και αποθηκεύοντας στη φωλιά τους την τροφή για το χειμώνα. Αφέθηκε για κάμποση ώρα ο μπαρμπα — Μήτσος να τα κοιτάζει μελαγχολικά, σκεφτόμενος την ανθρώπινη ζωή. Όπως ο άνθρωπος, έτσι και τα μυρμήγκια δουλεύουν για να ζήσουν, μόνο που δεν μπορούσε να ξέρει αν στη μοιρασιά που κάνουν τα μυρμήγκια γινόταν τέτοια αδικία και εκμετάλλευση που γίνεται σε μας, από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Γιατί ήξερε τόσα χρόνια αγρότης καλά από αδικία. Δούλευε σκληρά σ' όλη του τη ζωή και δεν είχε γνωρίσει χαρές. Και αν υπήρξαν ήταν λιγοστές όλη του η ζωή σπίτι δουλειά, μια ζωή που το μόνο που του πρόσφερε ήταν μιζέρια και πόνο χωρίς χαρές και απολάψεις. Τα χέρια του σκλήρυναν και πέτρωσαν απ' το σταβάρι του αλετριού και το άγριο στυλιάρι της αξίνας. Πόσες φορές που λιποψύχησε μήπως το χαλάζι καταστρέψει τα σπαρτά του μήπως η ξηρασία του μαράνει τα σταφύλια μήπως η βροχή του χαλάσει τα μποστάνια. Τράβηξε δύο τελευταίες ρουφηξιές απ' το τσιγάρο του και φυσώντας τον καπνό προς τον ουρανό έφτυσε το γεμάτο ρόζους και χαρακιές χέρι του και έσβησε το τσιγάρο του. Δεν το έσβησε κάτω γιατί τα ξερόχορτα ήταν έτοιμα να πάρουν φωτιά και να καταστρέψουν τα πάντα, και ο μπάρμπα Μήτσος την αγαπούσε αυτή τη γη, την αγαπούσε σαν το παιδί του, ήταν δεμένος με αυτή και τα δέντρα γύρω του ήταν ένα κομμάτι απ' τον εαυτό του, δεν ήθελε να χαθούν.
Δροσερό αεράκι πέρασε και ράπισε τον ιδρωμένο του λαιμό και το πρόσωπό του αυλακωμένο απ' τις ρυτίδες αναγάλιασε για λίγο, μια γλυκιά ανατριχίλα διέτρεξε όλο του το σώμα.
Η γη έχυνε χίλιες δύο μυρωδιές στον αέρα, απ' την άκρη του χωραφιού ερχόταν η μυρωδιά της αγραμπέλης που ξεφύτρωνε μέσα απ' τα ξερά πουρνάρια.
Ο μπάρμπα Μήτσος ανάσανε βαριά. Είχε κουραστεί και τα χρόνια του δεν ήταν για τόση δουλειά. Όμως ένιωθε ικανοποίηση σαν έβλεπε το χωράφι του γεμάτο από σοδειά γιατί αυτός με τα χέρια του τα είχε φτιάξει και ήξερε πως τίποτε δεν σου χαρίζουν σ' αυτό τον κόσμο αν δεν αγωνιστείς αν δεν παλέψεις όπως τα μυρμήγκια δίπλα του που πηγαινοέρχονταν ακόμα.
Ένα χρεμίτισμα τον συνέφερε απ' τη σκέψη του. Ήταν απ' τα άλογά του βοηθούς στη δουλειά του χωραφιού, φωνάψανε και αυτά για τροφή. Σηκώθηκε αργά πήρε λίγο κριθάρι που είχε σ' ένα ντροβά και ζύγωσε να τους το δώσει.
Έλα — έλα μονολόγησε μη φωνάζετε δε σας ξέχασε αλλά
και πώς να σας ξεχάσω μωρέ που με σας πέρασα τόσα και τόσα, αχώριστοι φίλοι και
σύντροφοί μου.
Τα άλογα λες και κατάλαβαν τη σκέψη του χρεμίτισαν
χαρούμενα καθώς ο μπάρμπα — Μήτσος τους έβανε το κριθάρι.
Άντε τους ξανάπε και χάϊδεψε με το χέρι του τον Ψαρή,
αύριο πάλι χαράματα στο χωράφι.
Γύρισε σιγά — σιγά για το χωριό.
Μια βαρειά κούραση ένιωθε πάνω του και η αναπνοή του
έγινε βαρειά και ακανόνιστη .
Έπεσε μπρούμυτα στο χώμα και απόμεινε εκί με το
πρόσωπό του στη γη. Η καρδιά του έπαψε να χτυπάει.
Ο μπαρμπα — Μήτσος έμεινε στο χωράφι εκεί που έκανε
τα πρώτα του βήματα και εκεί άφησε την τελευταία του πνοή.
Έγινε ένα με το χώμα και η μάνα — Γη που τόσο αγάπησε
και δούλεψε τον κράτησε για πάντα στην αγκαλιά της.